gimnastiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gimnastiko < gimnastik- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gimnastiko | gimnastikoj |
αιτιατική | gimnastikon | gimnastikojn |
gimnastiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gimnastiko | gimnastikoj |
αιτιατική | gimnastikon | gimnastikojn |
gimnastiko (eo)