gesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gesto | gestoj |
αιτιατική | geston | gestojn |
gesto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gesto | gestoj |
αιτιατική | geston | gestojn |
gesto (eo)