• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

germano

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

germano < german- + -o

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική germano germanoj
αιτιατική germanon germanojn

germano (eo)

  • ο Γερμανός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=germano&oldid=3816951"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Μαΐου 2017, στις 13:18

Γλώσσες

    • Afrikaans
    • Català
    • Corsu
    • Čeština
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Interlingua
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Lombard
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Svenska
    • Тоҷикӣ
    • Türkçe
    • Volapük
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Μαΐου 2017, στις 13:18.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie