germanaĉo
(Ανακατεύθυνση από germanacxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | germanaĉo | germanaĉoj |
αιτιατική | germanaĉon | germanaĉojn |
germanaĉo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- germanacho στο H-sistemo
- germanacxo στο X-sistemo