geração
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαgeração (pt) < απο το λατινικό generatĭo , -ōnis.
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
geração | gerações |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgeração (pt)
- η γενιά, η γενεά (π.χ. η γενιά του '60)
- η γένεση (στην αβιογένεση)
- η παραγωγή (π.χ. ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά πάρκα)