Ετυμολογία

επεξεργασία
gentilé < λατινική gentile nomen (όνομα των ανθρώπων)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gentilé gentilés

gentilé (fr) αρσενικό

  • ονομασία των κατοίκων ενός τόπου, το πατριδωνυμικό
    le gentilé pour « Athènes » est « Athénien ».
    Αυτός που κατοικεί στην Αθήνα λέγεται Αθηναίος.Ο Αθηναίος είναι το πατριδωνυμικό για τους κατοίκους της Αθήνας.