generatoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- generatoro < generator- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | generatoro | generatoroj |
αιτιατική | generatoron | generatorojn |
generatoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | generatoro | generatoroj |
αιτιατική | generatoron | generatorojn |
generatoro (eo)