gelatenaĵo
(Ανακατεύθυνση από gelatenajxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gelatenaĵo | gelatenaĵoj |
αιτιατική | gelatenaĵon | gelatenaĵojn |
gelatenaĵo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- gelatenajho στο H-sistemo
- gelatenajxo στο X-sistemo