gazetisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gazetisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gazetisto | gazetistoj |
αιτιατική | gazetiston | gazetistojn |
gazetisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gazetisto | gazetistoj |
αιτιατική | gazetiston | gazetistojn |
gazetisto (eo)