Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gaso < gas- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gaso gasoj
αιτιατική gason gasojn

gaso (eo)

la lando bezonas petrolon kaj gason
η χώρα χρειάζεται πετρέλαιο και (φυσικό) αέριο