garnituro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garnituro | garnituroj |
αιτιατική | garnituron | garniturojn |
garnituro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garnituro | garnituroj |
αιτιατική | garnituron | garniturojn |
garnituro (eo)