gardisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gardisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gardisto | gardistoj |
αιτιατική | gardiston | gardistojn |
gardisto (eo)
- ο φύλακας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gardisto | gardistoj |
αιτιατική | gardiston | gardistojn |
gardisto (eo)