garantiulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garantiulo | garantiuloj |
αιτιατική | garantiulon | garantiulojn |
garantiulo (eo)
- ο όμηρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | garantiulo | garantiuloj |
αιτιατική | garantiulon | garantiulojn |
garantiulo (eo)