ganano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ganano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ganano | gananoj |
αιτιατική | gananon | gananojn |
ganano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ganano | gananoj |
αιτιατική | gananon | gananojn |
ganano (eo)