ενικός         πληθυντικός  
gabion gabions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gabion < (άμεσο δάνειο) ιταλική gabbione < gabbia (κλουβί)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.bjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gabion (fr) αρσενικό

  1. κύλινδρος φτιαγμένος με κλαδιά, που γεμίζεται με χώμα και χρησιμοποιείται σαν τοίχος
  2. μεγάλο κοφίνι με χέρια για τη μεταφορά χώματος ή κοπριάς
  3. καταφύγιο για κυνηγούς υδρόβιων πτηνών