gabion
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gabion | gabions |
Ετυμολογία
επεξεργασία- gabion < (άμεσο δάνειο) ιταλική gabbione < gabbia (κλουβί)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgabion (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
gabion | gabions |
gabion (fr) αρσενικό