Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gâcheur < gâcher

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɑ.ʃœʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gâcheur gâcheurs

gâcheur (fr)

  1. αρσενικό εργάτης που ετοιμάζει τον σοβά ή τον γύψο
  2. αρσενικό ή θηλυκό που χαραμίζει, σπάταλος