furunko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- furunko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | furunko | furunkoj |
αιτιατική | furunkon | furunkojn |
furunko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | furunko | furunkoj |
αιτιατική | furunkon | furunkojn |
furunko (eo)