Ετυμολογία

επεξεργασία
funnel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική funell

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfʌnəl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
funnel funnels

funnel (en)

ενεστώτας funnel
γ΄ ενικό ενεστώτα funnels
αόριστος funneled
παθητική μετοχή funneled
ενεργητική μετοχή funneling