funnel
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- funnel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική funell
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
funnel | funnels |
funnel (en)
- το χωνί
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | funnel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | funnels |
αόριστος | funneled |
παθητική μετοχή | funneled |
ενεργητική μετοχή | funneling |
- χρησιμοποιώ χωνί