funelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- funelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | funelo | funeloj |
αιτιατική | funelon | funelojn |
funelo (eo)
- το χωνί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | funelo | funeloj |
αιτιατική | funelon | funelojn |
funelo (eo)