frukto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- frukto < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frukto | fruktoj |
αιτιατική | frukton | fruktojn |
frukto (eo)
- το φρούτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frukto | fruktoj |
αιτιατική | frukton | fruktojn |
frukto (eo)