frivoleco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frivoleco | frivolecoj |
αιτιατική | frivolecon | frivolecojn |
frivoleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frivoleco | frivolecoj |
αιτιατική | frivolecon | frivolecojn |
frivoleco (eo)