Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
freshly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
freshly
συγκριτικός
more
freshly
υπερθετικός
most
freshly
Ετυμολογία
επεξεργασία
freshly
<
fresh
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
freshly
(en)
φρεσκο-
⮡
It smells of
freshly
-baked bread.
Ευωδιάζει το
φρεσκο
ψημένο ψωμί.
Πηγές
επεξεργασία
freshly
-
Oxford Learner's Dictionaries