freshly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | freshly |
συγκριτικός | more freshly |
υπερθετικός | most freshly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
freshly (en)
- φρεσκο-
- ↪ It smells of freshly-baked bread.
- Ευωδιάζει το φρεσκοψημένο ψωμί.
- ↪ It smells of freshly-baked bread.