παραθετικά
θετικός freely
συγκριτικός more freely
υπερθετικός most freely

  Ετυμολογία

επεξεργασία
freely < free + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

freely (en)

  1. ελεύθερα, χωρίς κανείς να προσπαθεί να αποτρέψει ή να ελέγξει κάτι
    ⮡  She expresses herself freely.
    Εκφράζεται ελεύθερα.
    ⮡  He is a man who thinks freely, without dogmatism or prejudice.
    Είναι άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα, χωρίς δογματισμό ή προκαταλήψεις.
  2. ελεύθερα, χωρίς τίποτα να σταματήσει την κίνηση ή τη ροή κάτι
    ⮡  I can't walk freely in these tight clothes.
    Με αυτά τα στενά ρούχα δεν μπορώ να περπατήσω ελεύθερα.