freely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | freely |
συγκριτικός | more freely |
υπερθετικός | most freely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfreely (en)
- ελεύθερα, χωρίς κανείς να προσπαθεί να αποτρέψει ή να ελέγξει κάτι
- ⮡ She expresses herself freely.
- Εκφράζεται ελεύθερα.
- ⮡ He is a man who thinks freely, without dogmatism or prejudice.
- Είναι άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα, χωρίς δογματισμό ή προκαταλήψεις.
- ⮡ She expresses herself freely.
- ελεύθερα, χωρίς τίποτα να σταματήσει την κίνηση ή τη ροή κάτι
- ⮡ I can't walk freely in these tight clothes.
- Με αυτά τα στενά ρούχα δεν μπορώ να περπατήσω ελεύθερα.
- ⮡ I can't walk freely in these tight clothes.