fratino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fratino | fratinoj |
αιτιατική | fratinon | fratinojn |
fratino (fi)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fratino | fratinoj |
αιτιατική | fratinon | fratinojn |
fratino (fi)