franchouillard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | franchouillard | franchouillards |
θηλυκό | franchouillarde | franchouillardes |
Επίθετο
επεξεργασίαfranchouillard (fr)
- (οικείο) λαϊκότροπος (σχετικά με τους Γάλλους)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | franchouillard | franchouillards |
θηλυκό | franchouillarde | franchouillardes |
franchouillard (fr)