frambo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- frambo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frambo | framboj |
αιτιατική | frambon | frambojn |
frambo (eo)
- το βατόμουρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frambo | framboj |
αιτιατική | frambon | frambojn |
frambo (eo)