frakseno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- frakseno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frakseno | fraksenoj |
αιτιατική | fraksenon | fraksenojn |
frakseno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frakseno | fraksenoj |
αιτιατική | fraksenon | fraksenojn |
frakseno (eo)