Ετυμολογία

επεξεργασία
fraŭlo < γερμανικά Fräulein + -o

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfɾaw.lo/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική fraŭlo fraŭloj
αιτιατική fraŭlon fraŭlojn

fraŭlo (eo)

Σημειώσεις

επεξεργασία
Αν και fraŭlo σημαίνει τον ανύπαντρο άνδρα, δεν χρησιμοποιείται ως προσφώνηση, όπως αυτό συμβαίνει με τις λέξεις sinjoro, sinjorino, και fraŭlino.