fraŭla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭla | fraŭlaj |
αιτιατική | fraŭlan | fraŭlajn |
fraŭla (eo)
- σχετικός με τους ανύπαντρους
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭla | fraŭlaj |
αιτιατική | fraŭlan | fraŭlajn |
fraŭla (eo)