Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
found object found objects

  Ετυμολογία επεξεργασία

found object < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική objet trouvé

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

found object (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία