found object
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
found object | found objects |
Ετυμολογία επεξεργασία
- found object < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική objet trouvé
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
found object (en)
- (τέχνη) φυσικό αντικείμενο ή αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί για κάποιο άλλο σκοπό, το οποίο θεωρείται έργο τέχνης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- found object στην αγγλική Βικιπαίδεια