Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fouettement < fouetter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fwɛt.mɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fouettement fouettements

fouettement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  fouet