fouettement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fouettement < fouetter
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fouettement | fouettements |
fouettement (fr) αρσενικό
- (σπάνιο) (μεταφορικά) το μαστίγωμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fouet