fotogrametro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fotogrametro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fotogrametro | fotogrametroj |
αιτιατική | fotogrametron | fotogrametrojn |
fotogrametro (eo)
- το φωτόμετρο