fotografado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fotografado | fotografadoj |
αιτιατική | fotografadon | fotografadojn |
fotografado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fotografado | fotografadoj |
αιτιατική | fotografadon | fotografadojn |
fotografado (eo)