fotelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fotelo | foteloj |
αιτιατική | fotelon | fotelojn |
fotelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fotelo | foteloj |
αιτιατική | fotelon | fotelojn |
fotelo (eo)