forveturo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forveturo | forveturoj |
αιτιατική | forveturon | forveturojn |
forveturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forveturo | forveturoj |
αιτιατική | forveturon | forveturojn |
forveturo (eo)