forlasiteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forlasiteco | forlasitecoj |
αιτιατική | forlasitecon | forlasitecojn |
forlasiteco (eo)
- η κατάσταση εγκατάλειψης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forlasiteco | forlasitecoj |
αιτιατική | forlasitecon | forlasitecojn |
forlasiteco (eo)