fojo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fojo | fojoj |
αιτιατική | fojon | fojojn |
fojo (eo)
- φορά
- la antaŭa fojo, η προηγούμενη φορά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fojo | fojoj |
αιτιατική | fojon | fojojn |
fojo (eo)