foe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
foe | foes |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfoe (en)
Παράγωγα
επεξεργασία- befoe (ρήμα)
Πηγές
επεξεργασία- foe - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- foe - Oxford Learner's Dictionaries