ενικός         πληθυντικός  
foe foes

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fəʊ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

foe (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
  • foe - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • foe - Oxford Learner's Dictionaries