flugpilko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flugpilko | flugpilkoj |
αιτιατική | flugpilkon | flugpilkojn |
flugpilko (eo)
- το βόλεϊ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flugpilko | flugpilkoj |
αιτιατική | flugpilkon | flugpilkojn |
flugpilko (eo)