flugilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- flugilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flugilo | flugiloj |
αιτιατική | flugilon | flugilojn |
flugilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flugilo | flugiloj |
αιτιατική | flugilon | flugilojn |
flugilo (eo)