Ετυμολογία

επεξεργασία
flingue < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flingue flingues

flingue (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) το τουφέκι
  2. (κατ’ επέκταση) το πυροβόλο
     συνώνυμα: pétard

Συγγενικά

επεξεργασία