flarsentumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flarsentumo | flarsentumoj |
αιτιατική | flarsentumon | flarsentumojn |
flarsentumo (eo)
- η όσφρηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flarsentumo | flarsentumoj |
αιτιατική | flarsentumon | flarsentumojn |
flarsentumo (eo)