flammable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | flammable |
συγκριτικός | more flammable |
υπερθετικός | most flammable |
Επίθετο
επεξεργασίαflammable (en)
- εύφλεκτος, που αναφλέγεται εύκολα
- ⮡ flammable materials - εύφλεκτες ύλες
παραθετικά | |
θετικός | flammable |
συγκριτικός | more flammable |
υπερθετικός | most flammable |
flammable (en)