ενικός         πληθυντικός  
flétrissure flétrissures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

flétrissure (fr) θηλυκό

  1. (βοτανική) η μάρανση, η κατάσταση ενός μαραμένου φυτού
  2. (παρωχημένο) προσβολή της τιμής, της φήμης κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη flétrir