fizioterapio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fizioterapio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fizioterapio | fizioterapioj |
αιτιατική | fizioterapion | fizioterapiojn |
fizioterapio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fizioterapio | fizioterapioj |
αιτιατική | fizioterapion | fizioterapiojn |
fizioterapio (eo)