Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
fixette
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
fixette
<
fixation
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
fixette
fixettes
fixette
(fr)
θηλυκό
(
οικείο
)
εμμονή
σε μια ιδέα, ένα αντικείμενο, κ.α., «
κόλλημα
» σε κάτι
faire une
fixation
- «
κολλάω
» σε κάτι, « μου μπαίνει » μια έμμονη ιδέα