Ετυμολογία

επεξεργασία
fixette < fixation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fixette fixettes

fixette (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) εμμονή σε μια ιδέα, ένα αντικείμενο, κ.α., « κόλλημα » σε κάτι
    faire une fixation - « κολλάω » σε κάτι, « μου μπαίνει » μια έμμονη ιδέα