fistulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fistulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fistulo | fistuloj |
αιτιατική | fistulon | fistulojn |
fistulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fistulo | fistuloj |
αιτιατική | fistulon | fistulojn |
fistulo (eo)