fipentristo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fipentristo | fipentristoj |
αιτιατική | fipentriston | fipentristojn |
fipentristo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fipentristo | fipentristoj |
αιτιατική | fipentriston | fipentristojn |
fipentristo (eo)