fipentrado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fipentrado | fipentradoj |
αιτιατική | fipentradon | fipentradojn |
fipentrado (eo)
- το μπογιάντισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fipentrado | fipentradoj |
αιτιατική | fipentradon | fipentradojn |
fipentrado (eo)