ενικός         πληθυντικός  
fioriture fioritures

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fioriture < (άμεσο δάνειο) ιταλική fioritura < fiore (λουλούδι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fjɔ.ʁi.tyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fioriture (fr)θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία